ὀκταήμερος

ὀκταήμερος
ὀκταήμερος
eight days old
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκταήμερος — και οχταήμερος, η, ο (ΑΜ ὀκταήμερος, ον) αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέρα («ὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ) νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • ὀκταήμερον — ὀκταήμερος eight days old masc/fem acc sg ὀκταήμερος eight days old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταημέρου — ὀκταήμερος eight days old masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταημέρους — ὀκταήμερος eight days old masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταήμερα — ὀκταήμερος eight days old neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταήμεροι — ὀκταήμερος eight days old masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • осмодьньныи — (1*) пр. Происходящий на восьмой день: и сему бо обра(з) на(м) осмод҃ньное обрѣзанье. (ὀκταήμερος) ГБ к. XIV, 38а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οχταήμερος — η, ο βλ. οκταήμερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”